ανθο-

ανθο-
(και αθο-) (Α ἀνθο-)
η λ. άνθος ως α' συνθετικό
βλ. άνθος (παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Θυλλοφόρος — Θυλλοφόρος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διονύσου στην Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλα + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αθό- — βλ. ανθό …   Dictionary of Greek

  • ακρήβης — ἀκρήβης, ο (AM) (Α και ἄκρηβος, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή τής ηλικίας του, στον ανθό τής νιότης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (Ι) + ἥβη] …   Dictionary of Greek

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • ευστεφής — εὐστεφής, ές (Α) ευστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεφής (< στέφος (το) «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστεφής — ές (για ύψωμα ή βουνοκορφή) στεφανωμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στεφης (< στέφος, το «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • θανατοφόρος — θανατοφόρος, ον (Α) ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φόρος < φέρω πρβλ. ανθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”